ζαβλακομάρα

ζαβλακομάρα
ζαβλακομάρα, η και ζαβλάκωμα, το, -ατος
αποβλάκωση, αποχαύνωση: Έχει ζαβλακομάρα από το πολύ πιοτό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζαβλάκωμα — το, ατος βλ. ζαβλακομάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”